Είναι το όνειρο και η μεγαλύτερη πρόκληση για κάθε ορειβάτη. Να κατακτήσει το όρος Έβερεστ και να σταθεί στο υψηλότερο σημείο του κόσμου σε υψόμετρο 8.848 μέτρων.
Ένα επικό ταξίδι, γεμάτο εμπόδια, δυσκολίες και με τον κίνδυνο να παραμονεύει σε κάθε βήμα.
Ένα ταξίδι που όσοι κατάφεραν να το ολοκληρώσουν διηγούνται συγκλονιστικές ιστορίες από την ανάβασή τους.
Το Έβερεστ όμως, όταν παίρνει μια ζωή είθισται να την κρατάει, με τον αριθμό των νεκρών που κείτονται στις πλαγιές του να αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο.
Όσοι χάνουν τη ζωή τους σε αυτό, μένουν για πάντα παγιδευμένοι εκεί.
Το ταξίδι για να κατακτήσεις την υψηλότερη κορυφή του κόσμου, δεν είναι ούτε εύκολη αλλά ούτε και φθηνή υπόθεση. Υπολογίζεται πως χρειάζονται περίπου 30 – 40 χιλιάδες δολάρια Αμερικής σε εισιτήρια, εξοπλισμό, τροφή, διαμονή, οδηγούς και σέρπα για να προσπαθήσεις να φτάσεις την κορυφή του Έβερεστ.
Οι Σέρπα είναι ορεινός λαός του Νεπάλ και της Πολιτείας Σικίμ της Ινδίας. Απέκτησαν παγκόσμια φήμη ως οδηγοί και αχθοφόροι στα Ιμαλάια, ενώ ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που έφθασαν στην κορυφή του όρους Έβερεστ το 1953.
Το παράθυρο που δύναται κανείς να ανέβει στο Έβερεστ περιορίζεται μόνο για λίγες μέρες τον Μάιο, συνήθως 10 με 30 Μαΐου. Ένα μικρό παράθυρο που ο καιρός δεν είναι τόσο άγριος όσο είναι τον υπόλοιπο χρόνο.
Το χρονικό διάστημα που προσφέρεται από τον καιρό για να καταφέρει κανείς να γίνει ο κατακτητής του Έβερεστ, κάνει το βουνό να σφύζει από ζωή και να παρατηρείται κυριολεκτικά μποτιλιάρισμα από ορειβάτες στα μονοπάτια προς την κορυφή.
Μποτιλιάρισμα που είναι ένας από τους πολλούς παράγοντες που άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο στο βουνό. Άλλες αιτίες θανάτου μπορεί να είναι η υποθερμία, η έλλειψη οξυγόνου, η κόπωση και οι πτώσεις.
Ζώνη του Θανάτου
Υπάρχει όμως ένα σημείο στο Έβερεστ που ονομάζεται «ζώνη του Θανάτου» καθώς εκεί έχουν πεθάνει και θαφτεί περισσότεροι από 150 ορειβάτες.
Τα επίπεδα οξυγόνου στην εν λόγω ζώνη υπολογίζονται στο ένα τρίτο αυτών που υπάρχουν σε επίπεδο θάλασσας. Πέραν τούτου, η βαρομετρική πίεση προκαλεί τον δεκαπλασιασμό του βάρους του σώματος.
Έτσι οι ορειβάτες λόγω των αλλαγών στο σώμα τους, δυσκολεύονται να σταθούν στα πόδια τους, σέρνονται στο έδαφος, αποπροσανατολίζονται και νιώθουν συνεχώς κουρασμένοι και πως πονάνε σε διάφορα όργανα τους. Αυτός είναι και ο λόγος που όσοι περνούν από το σημείο δεν αντέχουν για περισσότερες από 48 ώρες.
Παράλληλα η «ζώνη του Θανάτου» είναι πιο επιρρεπής σε χιονοστιβάδες και καταιγίδες παρά άλλες περιοχές των βουνών.
Η ζώνη του θανάτου ονομάζεται επίσης και κοιλάδα του «ουράνιου τόξου» λόγω των πολλών χρωμάτων που είναι απλωμένα στην περιοχή. Χρώματα που προέρχονται από τα σακίδια και τα ρούχα των νεκρών που κείτονται στο σημείο.
Λόγω της έλλειψης οξυγόνου και του αισθήματος κούρασης, οι άνθρωποι πολλές φορές πέφτουν σε ένα βαθύ ύπνο από τον οποίο δεν καταφέρνουν να ξυπνήσουν πότε. Ενώ το άτομο κοιμάται το σώμα του, λόγω του κρύου, ξεκινάει σιγά-σιγά να κυριολεκτικά να παγώνει.
Τα υγρά του σώματος πήζουν και το σώμα δεν είναι πλέον εύκαμπτο. Το άτομο δεν μπορεί να κουνηθεί πλέον ενώ είναι ακόμη ζωντανό.
Αυτός είναι και ο λόγος που τα άτομα που ξεψυχούν στο όρος Έβερεστ παραμένουν στις ίδιες ακριβώς στάσεις στις οποίες πέθαναν, πολλές φορές καθισμένοι, ενώ παράλληλα γίνονται ένα με το έδαφος που βρίσκονται πάνω τους.
Λόγω της πήξης των υγρών του σώματος και το γεγονός πως το ανθρώπινο σώμα πλέον είναι στέρεο, η μετακίνηση του είναι δύσκολη έως ακατόρθωτη. Αποτέλεσμα είναι τα άτομα που χάνουν τη ζωή τους στο βουνό να μένουν για πάντα εκεί, χωρίς καν να προσπαθήσει κάποιος να τους μετακινήσει, ενώ πολλές φορές οι σοροί τους χρησιμοποιούνται ως σημάδια για να γνωρίζουν οι ορειβάτες την τοποθεσία τους και το υψόμετρο που βρίσκονται.
Green Boots
Το πιο γνωστό πτώμα στο Έβερεστ που όλοι σχεδόν οι ορειβάτες πέρασαν από δίπλα του ήταν εκείνο του «Green Boots». Μια σορός που βρισκόταν ξαπλωμένη στο άνοιγμα μιας σπηλιάς λίγο πριν την «ζώνη του Θανάτου» πλησίον του μονοπατιού που οδηγεί σε αυτή και έλαβε το όνομά της από τις πράσινες φωσφορούχες μπότες που φορούσε.
Η ταυτότητα της σορού δεν είχε επίσημα αποκαλυφθεί αλλά πιστεύεται ότι ανήκει στον Τσεουάνγκ Πάλγιορ (Tsewang Paljor), έναν Ινδό ορειβάτη που έχασε τη ζωή του εξαιτίας της σφοδρής καταιγίδας του 1996. Μια καταιγίδα που κόστισε τη ζωή σε 8 άτομα μέσα σε μια μέρα, που είναι μέχρι και σήμερα η μέρα με τους περισσότερους θανάτους στο Έβερεστ.
Ο Green Boots φέρεται να βρήκε καταφύγιο στο άνοιγμα της σπηλιάς για να γλιτώσει από τη σφοδρή χιονοθύελλα. Εκεί αποκοιμήθηκε χωρίς να ξυπνήσει ποτέ. Πολλοί ορειβάτες έκτοτε χρησιμοποίησαν τη σπηλιά του Green Boots για να ξεκουραστούν, να φάνε, ακόμη και να περάσουν το βράδυ τους εκεί.
Ορειβάτες ανέφεραν πως λόγω της χιονόπτωσης τα πόδια του Green Boots ήταν μέσα στο μονοπάτι, με αποτέλεσμα πολλές φορές να περνούν από πάνω τους ή ακόμη και να τα πατάνε.
Από το 2014 ο Green Boots μεταφέρθηκε σε πιο χαμηλή τοποθεσία στο πλάι του βουνού, όπου θάφτηκε μαζί με άλλες σορούς νεκρών ορειβατών.
Ο θάνατος του David Sharp
Στη σπηλιά που έχασε τη ζωή του ο Green Boots, έμελλε να ξεψυχήσει ακόμη ένας ορειβάτης. Ο λόγος για τον David Sharp ο οποίος πέθανε δίπλα από το σώμα του Green Boots, κάνοντας το παγκόσμιο να συγκλονιστεί.
Ο Βρετανός ορειβάτης πραγματοποιούσε την τρίτη του ανάβαση στο Έβερεστ χωρίς τη βοήθεια οξυγόνου, ασύρματου, συντρόφων ή σέρπα. Στις πρώτες δυο απόπειρές του, αναγκάστηκε να σταματήσει λόγω πολλών προβλημάτων που παρουσιάστηκαν συμπεριλαμβανομένου και ενός κρυοπαγήματος που του κόστισε μερικά από τα δάχτυλα του ποδιού του.
Στην τρίτη του προσπάθεια, κατάφερε επιτυχώς να φτάσει μέχρι την κορυφή του Έβερεστ και κατά τη διάρκεια της καθόδου του, σταμάτησε για να ξεκουραστεί στη σπηλιά του Green Boots μόλις μερικά μέτρα από εκείνον. Όντας πολύ κουρασμένος και αποπροσανατολισμένος ο Sharp έφερε τα πόδια του κοντά στο στήθος του και έγειρε το κεφάλι του ανάμεσα τους όπου και αποκοιμήθηκε. Ο άτυχος Sharp δεν ξύπνησε ποτέ.
Ο Sharp όμως δεν πέθανε ακαριαία. Πέραν των 40 διαφορετικών ορειβατών πέρασαν από το σημείο και ανέφεραν πως ήταν ακόμη ζωντανός αλλά σε άσχημη κατάσταση και υπέφερε πάρα πολύ. Ο Sharp μουρμούριζε ακαταλαβίστικες λέξεις όμως κανένας δεν του έδωσε σημασία και απλά συνέχισαν την πορεία τους.
Τελικά ο Sharp μεταφέρθηκε κάτω από μια ομάδα σέρπα, όμως δυστυχώς ήταν πολύ αργά για εκείνον ο οποίος απλά κατέληξε.
Πολλοί ισχυρίστηκαν πως σύγχυσαν τον Sharp με τον Green Boots και έτσι δεν του έδωσαν σημασία, όμως κάποιοι κατηγόρησαν όσους πέρασαν από το σημείο πως τον άφησαν ξεπίτηδες αβοήθητο. Ένα ακόμη θύμα της «απληστίας των ορειβατών» και του «πυρετού της κορυφής». Αισθήματα που βιώνουν οι ορειβάτες οι οποίοι όταν νιώσουν πως είναι κοντά στην επίτευξη του στόχου τους, δεν αφήνουν κανένα ηθικό φραγμό ή οποιοδήποτε εμπόδιο να τους στερήσει την πολυπόθητη κορυφή η οποία γίνεται πλέον αυτοσκοπός τους.
Αυτό έφερε ένα μεγάλο εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στους ορειβάτες οι οποίοι είχαν ένα άγραφο κανόνα η ανθρώπινη ζωή να είναι πιο πάνω από τον στόχο να φτάσουν στην κορυφή του όποιου βουνού. Ένας κανόνας που φαίνεται πως δεν ισχύει στο Έβερεστ λόγω των τεράστιων δυσκολιών που οι ορειβάτες καλούνται να ανταπεξέλθουν. Είναι αδύνατο να προσπαθήσεις να σώσεις κάποιο, όταν δυσκολεύεσαι να σώσεις τον ίδιο σου τον εαυτό.
Hannelore Schmatz
Η Γερμανίδα Hannelore Schmatz έμεινε στην ιστορία ως η πρώτη γυναίκα που πέθανε στο Έβερεστ, τον χειμώνα του 1979.
Αρχηγός της αποστολής της ήταν ο σύζυγος της Γκέραρντ και αποτελείτο από οχτώ συνολικά ορειβάτες και πέντε Σέρπα.
Όλοι τους έφτασαν στην κορυφή και κατά την επιστροφή τους, η Χανναλόρ και o Ray Genet δεν είχαν άλλες αντοχές για να συνεχίσουν με τους υπόλοιπους στην κατάβαση και έτσι αποφάσισαν να κατασκηνώσουν για να ανακτήσουν τη χαμένη τους ενέργεια, παρά τις προειδοποιήσεις των Σέρπα.
Σε υψόμετρων 8.300 μέτρων έστησαν το καταφύγιο τους για να ξεκουραστούν πριν να κατέβουν στη βάση. Κατά τη διάρκεια της νύχτας μια ισχυρή χιονοθύελλα κατέκλυσε το σημείο που βρισκόντουσαν οι δυο τους με αποτέλεσμα τον θάνατό τους.
Η σορός της Hannelore έμεινε στο ίδιο σημείο για χρόνια με ανοιχτά τα μάτια της και καθισμένη. Όπως ακριβώς ήταν τη στιγμή που το σώμα της πάγωσε και δεν μπορούσε πλέον να κινηθεί.
Λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1984 ένας Σέρπα μαζί ένα αστυνομικό επιθεωρητή, αποπειράθηκαν να ανασύρουν τη σορό της, όμως και οι δυο πέθαναν στην προσπάθειά τους. Έκτοτε κανένας δεν προσπάθησε να μετακινήσει το σώμα της το οποίο παρέμεινε ανέγγιχτο φορώντας ακόμη τον εξοπλισμό της ανάβασης, με τα μάτια της ανοιχτά και τα μαλλιά της διασκορπισμένα από τον άνεμο.
Η Schmatz έγινε σιγά σιγά γνωστή ως η «Γερμανίδα γυναίκα» από όσους περνούσαν από το σημείο και αντίκριζαν το σώμα της. Τελικά θυελλώδης άνεμος παρέσυρε τη σορό της σε δυσπρόσιτο σημείο, τα ίχνη της χάθηκαν και έκτοτε κανείς δεν ξαναείδε το πτώμα.
Sleeping Beauty
Μια άλλη γνωστή σορός που ανήκει επίσης σε γυναίκα είναι εκείνη της Φράνσις Αρσέντιεφ (Francys Arsentiev) η οποία έγινε ευρέως γνωστή ως η «Ωραία Κοιμωμένη».
Η Francys και ο σύζυγος της Sergei αποπειράθηκαν να κατακτήσουν το Έβερεστ το 1998, ενώ σκοπός της ήταν να γίνει η πρώτη Αμερικανίδα που θα ανέβαινε στο βουνό χωρίς τη χρήση οξυγόνου. Μετά από δυο απόπειρες που αναστάλθηκαν, τα κατάφερε, όμως δεν πρόλαβε να γιορτάσει το κατόρθωμα της.
Λόγω της έλλειψης επιπρόσθετου οξυγόνου, το ζεύγος κινείτο πολύ αργά και δεν πρόλαβαν να κατέβουν έγκαιρα κάτω, κάτι που τους ανάγκασε να περάσουν ακόμη ένα βράδυ στη «ζώνη του θανάτου». Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 22ας Μαΐου το ζευγάρι αποχωρίστηκε και ο Sergei προχώρησε μόνος του προς τη βάση, νομιζόμενος πως έτσι έπραξε και η γυναίκα του.
Μόλις έφτασε κάτω και ανακάλυψε την απουσία της ο Sergei έτρεξε ξανά πίσω στην κορυφή κρατώντας οξυγόνο και φάρμακα σε μια προσπάθεια να σώσει τη γυναίκα του.
Όπως ανέφεραν μαρτυρίες στη συνέχεια, στις 23 Μαΐου μια ομάδα Ουζμπέκων ορειβατών εντόπισαν την Francys μισοζώντανη και ανήμπορη να μετακινηθεί μόνη της. Έτσι την μετέφεραν κάτω όσο πιο μακριά μπορούσαν πριν να μειωθεί η στάθμη του οξυγόνου τους και να αναγκαστούν να την εγκαταλείψουν για να μεταβούν άμεσα στη βάση. Κατά την κάθοδό τους, πέρασαν τον Sergei που πήγαινε προς την κορυφή. Ήταν η τελευταία φορά που κάποιος τον είδε ζωντανό.
Στις 24 Μαΐου οι Ίαν Γούνταλ και η Κάθυ Οντάουντ (Ian Woodall - Cathy O'Dowd) είδαν μια φιγούρα να κείτεται στον λόφο. Ήταν η Francys η οποία υπέφερε από φοβερά κρυοπαγήματα και από έλλειψη οξυγόνου, όμως κρατιόταν ακόμη από το αναρριχητικό της σχοινί.
Μουρμούριζε συνεχώς «μην με αφήσετε εδώ. Μην με αφήσετε εδώ να πεθάνω». Ακούγοντας τα λόγια απόγνωσης της άτυχης γυναίκας, οι ορειβάτες εγκατέλειψαν την προσπάθεια τους να ανέβουν στην κορυφή και προσπάθησαν να την βοηθήσουν.
Για μια ολόκληρη ώρα προσπαθούσαν να την βοηθήσουν, όμως χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η Francys έχανε και ξανά έβρισκε τις αισθήσεις της, ενώ τα αποθέματα οξυγόνου της ομάδας, μειώνονταν συνεχώς.
Έτσι πήραν τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψουν τη Francys και να επιστρέψουν και εκείνοι με τη σειρά τους στη βάση. Για εννέα χρόνια η σορός της Francys έμεινε στο σημείο και έγινε χαρακτηριστικό σημάδι για τους ορειβάτες.
Το 2007 όμως ο Woodall επέστρεψε στο σημείο για να μεταφέρει την «Ωραία Κοιμωμένη» σε πιο χαμηλό επίπεδο και να τη θάψει.
Ωστόσο λόγο έντονης χιονόπτωσης, η ταφή της Francys δεν ήταν εφικτή, έτσι τύλιξαν τη σορό της μέσα σε μια σημαία και μετακίνησαν το σώμα της αρκετά μακριά όπου δεν θα ήταν ευδιάκριτη.
George Herbert Leigh Mallory
O George Herbert Leigh Mallory έλαβε μέρος στις πρώτες τρεις Βρετανικές εξερευνήσεις του Έβερεστ στις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Κατά τη διάρκεια της εξερεύνησης του 1924 ο Mallory και ο Andrew «Sandy» Irvine, εξαφανίστηκαν στις πλαγιές του βουνού κατά την προσπάθεια τους να κάνουν την πρώτη ανάβαση στο ψηλότερο βουνό του κόσμου. Οι δυο τους εθεάθησαν τελευταία φορά μόλις 245 m από την κορυφή του βουνού, με πολλούς να εικάζουν πως ήταν οι πρώτοι που έφτασαν στην κορυφή του Έβερεστ, χωρίς ωστόσο να έχει επιβεβαιωθεί.
Η μοίρα του Mallory ήταν άγνωστη για 75 χρόνια, όταν το σώμα του εντοπίστηκε μουμιοποιημένο την 1η Μαΐου 1999 από εξερευνητές που έψαχναν τη σορό του. Η απορία όμως εάν ο Mallory και ο Irvine έφτασαν στην κορυφή πριν να πεθάνουν, παραμένει ένα μεγάλο ερωτηματικό, καθώς ο τρόπος που εντοπίστηκε το σώμα του Mallory δεν ξεκαθαρίζει εάν απεβίωσε κατά την ανάβαση ή κατά την κατάβαση, ενώ το σώμα του Irvine δεν εντοπίστηκε ποτέ.
Από το 1953, τότε που οι Έντμουντ Χίλαρι και Τένζινγκ Νόργκει κατέκτησαν την κορυφή του κόσμου, άλλοι 4.000 ορειβάτες περίπου έφτασαν στο υψηλότερο σημείο του Έβερεστ.
Περίπου 300 άτομα έχασαν τη ζωή τους στο βουνό.
Στο Έβερεστ υπάρχει ένα είδος πρωτοκόλλου το οποίο αναφέρει πως οι νεκροί δεν πρέπει να μετακινούνται και να παραμένουν στα σημείο που πέθαναν ως σημάδια και για να προειδοποιούν για τον κίνδυνο που καραδοκεί.
Πέραν τούτου οι σοροί δύσκολα μεταφέρονται καθώς όταν τα σώματα παγώσουν «κολλούν» στο έδαφος και λόγω του γεγονότος πως τα υγρά του σώματος είναι παγωμένα, τα σώματα γίνονται πιο βαριά και δύσκαμπτα.
Η απομάκρυνση κάθε πτώματος κοστίζει μεταξύ 40 και 80 χιλιάδων δολαρίων, ανάλογα το υψόμετρο, ενώ τα άτομα που θα επιχειρήσουν την μεταφορά θα πρέπει να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω, οι σοροί να μένουν στα σημεία και στις στάσεις που πέθαναν.
Μια συνεχής υπενθύμιση για τον κίνδυνο που καραδοκεί και τη μοίρα που περιμένει τις ψυχές που φεύγουν στο Έβερεστ.
Comments