top of page
Search
Writer's pictureRottin

Οι μυστηριώδεις φόνοι στη φάρμα Hinterkaifeck

Updated: Mar 24, 2020



Υπάρχουν φορές που πριν να συμβεί κάποιο σοβαρό περιστατικό, κάτι σε προειδοποιεί γι’ αυτό. Σημάδια τα οποία πρόσεξε η υπηρέτρια της οικογένειας Γκρούμπερ και την εξώθησαν στο να παραιτηθεί άμεσα. Έξι μήνες αργότερα η οικογένεια Γκρούμπερ μαζί με τη νέα τους υπηρέτρια βρέθηκαν νεκροί, δολοφονημένοι μέσα σε μια νύχτα.


Όλα ξεκίνησαν το 1921, όταν η υπηρέτρια της οικογένειας Γκρούμπερ, παραπονιόταν πως άκουγε παράξενους θορύβους στη σοφίτα.


Ανεξήγητα βήματα στη μέση της νύχτας, ψίθυρους αλλά και το διαρκές αίσθημα πως κάποιος την παρακολουθούσε τα βράδια.


Η υπηρέτρια της μικρής φάρμας Hinterkaifeck, που βρισκόταν 70 χιλιόμετρα βόρεια του Μονάχου της Γερμανίας, παραιτήθηκε άμεσα, πιστεύοντας πως το σπίτι ήταν στοιχειωμένο.


Μια απόφαση που ποτέ δεν μετάνιωσε.


Στην φάρμα ζούσαν ο 63χρονος Andreas Gruber, η 72χρονη σύζυγός του Cäzilia, η 35χρονη κόρη τους και χήρα, Viktoria Gabriel και τα δυο παιδιά της. Η 7χρονη Cäzilia και ο μόλις δυο χρόνων γιος της Josef.


Μόλις λίγους μήνες μετά την παραίτηση της υπηρέτριάς τους και συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 1922 ο Andreas ανακάλυψε μια εφημερίδα από το Μοναχό μέσα στο σπίτι του.


Μια εφημερίδα που δεν θυμόταν να αγόρασε ποτέ, αλλά και που κανείς στην περιοχή τους δεν ήταν συνδρομητής της.


Το ίδιο διάστημα που έγινε αυτή η αναπάντεχη ανακάλυψη, η οικογένεια ξεκίνησε να ακούει βήματα στη σοφίτα τα βράδια.


Ανεξήγητες πατημασιές που δεν ανήκαν σε κανένα από την οικογένεια καθώς όταν έμπαιναν εκεί για να δουν τι συμβαίνει, δεν έβρισκαν κάποιον, ενώ ένα από τα αντικλείδια της οικίας εξαφανίστηκε.


Σε συζητήσεις με τους γείτονές του, ο 63χρονος Γκρούμπερ, πέραν των πιο πάνω, τους είπε πως βρήκε πατημασιές από το δάσος πλησίον της φάρμας του, να οδηγούν σε αυτή.


Όμως δεν επέστρεφαν πίσω στο δάσος.


Παρά τα τόσα ανησυχητικά σημάδια, οι ισχυρισμοί του Γκρούμπερ και της οικογένειάς του, δεν καταγγέλθηκαν στις αρμόδιες αρχές και έτσι δεν διερευνήθηκαν.


Το απόγευμα της Παρασκευής 31 Μαρτίου 1922, η νέα υπηρέτρια της οικογένειας Maria Baumgartner, έφτασε με την αδελφή της στο αγρόκτημα για την πρώτη της μέρα εκεί, η οποία θα έμελλε να είναι και η τελευταία της.


Η αδελφή της τη συνόδευσε μέχρι τη φάρμα και μετά από ολιγόωρη παραμονή, αποχώρησε.


Ήταν το τελευταίο άτομο που είδε ζωντανούς την οικογένεια και την υπηρέτριά της.


Εν το μέσω της νυκτός της 31ης Μαρτίου και της 1η Απριλίου, η 35χρονη χήρα, το ηλικιωμένο ζεύγος και η 7χρονη Cäzilia παρασύρθηκαν στον αχυρώνα της φάρμας, όπου δολοφονήθηκαν ένας προς ένα.


Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως φανερώθηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο από τους ανακριτές της υπόθεσης, όλα τα θύματα δολοφονήθηκαν με κτυπήματα στο κεφάλι από αξίνα.


Πρώτη δολοφονήθηκε η 35χρονη Viktoria, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε ο πατέρας και η μητέρα της.


Όλοι παρασύρθηκαν στον αχυρώνα με κάποιο ανεξήγητο τρόπο, και έτσι ο δράστης ή οι δράστες είχαν την άνεση να τους σκοτώνουν ένα τη φορά.


Η 7χρονη Cäzilia, κόρη της χήρας, φέρεται να είδε το αποτρόπαιο έγκλημα να εκτυλίσσεται μπροστά της και τη μητέρα της, όπως και τους παππούδες της να κείτονται στο δάπεδο του αχυρώνα, μέσα σε λίμνες αίματος.


Η άτυχη Cäzilia, από τον τρόμο της έπαθε πανικό και ξερίζωσε τούφες από τα μαλλιά της. Τούφες που εντοπίστηκαν μέσα στα χεράκια της, όταν βρέθηκε μαζί με τους υπόλοιπους νεκρή από κτυπήματα αξίνας στο κεφάλι της.


Οι έρευνες έδειξαν πως παρέμεινε ζωντανή αρκετές ώρες μετά τον θάνατο των παππούδων και της μητέρας της, πριν να δολοφονηθεί και η ίδια.


Ακόμη και αν φώναξε, κανείς δεν την άκουσε καθώς – σε έρευνες που έγιναν στη συνέχεια – οι κραυγές από τον αχυρώνα δεν ακούγονταν στα άλλα σημεία της φάρμας.


Στη συνέχεια ο δράστης ή οι δράστες, έφυγαν από τον αχυρώνα και διά μέσω του στάβλου, μπήκαν στην οικία.


Εκεί όπου με το ίδιο φονικό όπλο, σκότωσαν την υπηρέτρια καθώς κοιμόταν.


Ο 2χρονος Josef ήταν το τελευταίο θύμα του δολοφόνου ο οποίος βρήκε το θάνατο μέσα στο κρεβατάκι του.


Κανείς δεν άκουσε τις κραυγές τους, ούτε απάντησε στις εκκλήσεις τους για βοήθεια εκείνη τη μοιραία νύχτα. Η πενταμελής οικογένεια με την 44χρονη υπηρέτριά τους ήταν όλοι τους νεκροί.


Η ζωή όμως στη φάρμα συνεχίστηκε.


Την επόμενη μέρα δυο πωλητές καφέ κτύπησαν την πόρτα της οικίας για να τους δώσει η οικογένεια την παραγγελία της. Μετά από αρκετούς κτύπους και μια γρήγορη βόλτα γύρω από τη φάρμα, αποφάσισαν να φύγουν από τον χώρο.


Ο ταχυδρόμος και εκείνος με τη σειρά του πήγε το πρωινό του Σαββάτου 1 Απριλίου και έβαλε γράμματα στο γραμματοκιβώτιο της οικογένειας. Γράμματα που βρήκε άθικτα όταν τη Δευτέρα 3 Απριλίου πήγε να τους παραδώσει εκ νέου την αλληλογραφία τους.


Η 7χρονη Cäzilia Gabriel ήταν αδικαιολόγητα απούσα από το σχολείο της τις επόμενες μέρες, όπως επίσης και στη λειτουργία της Κυριακής, όπου πήγαινε σχεδόν κάθε εβδομάδα με τη μητέρα της, καθώς η 35χρονη χήρα τραγουδούσε στη χορωδία.


Την Τρίτη 4 Απριλίου, ένας μηχανικός μετέβη στη φάρμα για να επιδιορθώσει μια μηχανή. Μιλώντας στους ανακριτές στη συνέχεια, ανέφερε πως δεν είδε κανένα από την οικογένεια και πως το μόνο που άκουγε ήταν τους ήχους των ζώων και τον σκύλο που γάβγιζε.


Αφού περίμενε για μια ώρα να εμφανιστεί κάποιος, ξεκίνησε να επιδιορθώνει το μηχάνημα για το οποίο είχε έρθει. Μια επισκευή που διήρκεσε 4,5 ολόκληρες ώρες.


Μετά την επισκευή πρόσεξε πως η πόρτα του αχυρώνα ήταν ανοικτή, χωρίς να θυμάται αν ήταν έτσι όταν πήγε στον χώρο ή αν άνοιξε μετά.


Έριξε μια γρήγορη ματιά στον αχυρώνα αλλά δεν μπήκε μέσα.


Στην περιοχή μαθεύτηκε πως η οικογένεια δεν έδωσε σημεία ζωής και δυο άτομα πήγαν να δουν τι συμβαίνει. Αφότου δεν είδαν κανένα, ο γείτονας της φάρμας πήγε στο σημείο μαζί με φίλους του όπου εντόπισαν τα πτώματα στοιβαγμένα και κρυμμένα κάτω από άχυρα, όπως και τις σορούς της υπηρέτριας και του 2χρονου αγοριού μέσα στο σπίτι.


Άμεσα στη σκηνή μετέβησαν αστυνομικοί από το Μοναχό.


Μετά την αυτοψία επί των σορών τους από τον ιατροδικαστή, τα κεφάλια της οικογένειας και της υπηρέτριας εστάλησαν σε μάντεις για μελέτες, όμως τα κεφάλια στη συνέχεια χάθηκαν με τα πτώματα των 6 θυμάτων να θάβονται χωρίς αυτά.


Αν και στην αρχή η Αστυνομία υποπτευόταν το ενδεχόμενο, οι φόνοι να διαπράχθηκαν με σκοπό τη ληστεία, ωστόσο οι ποσότητες μετρητών που εντοπίστηκαν εντός της οικίας σε ευδιάκριτα σημεία κατέρριψαν το εν λόγω κίνητρο.


Το ανησυχητικό ήταν πως ο δράστης, ή οι δράστες παρέμειναν στην οικία για μέρες μετά τη δολοφονία των έξι.


Μάρτυρες ανέφεραν πως καθ’ όλη τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου έβλεπαν καπνό να αναδύεται από την καμινάδα του σπιτιού, ενώ όταν εντοπίστηκαν τα πτώματα, διαπιστώθηκε πως κάποιος τάιζε και άρμεγε τα ζώα της φάρμας, έφαγε όλο το ψωμί που φυλασσόταν στο σπίτι και ετοίμαζε γεύματα στην κουζίνα.


Πέραν των 100 υπόπτων κλήθηκαν για κατάθεση, χωρίς ωστόσο να προκύψει κάτι εναντίον τους.


Με το πέρασμα των χρόνων δυο ήταν τα επικρατέστερα σενάρια, αν και ποτέ δεν επαληθεύτηκαν.


Το πρώτο σενάριο ήταν πως τους φόνους διέπραξε ο νεκρός σύζυγος της Viktoria Gabriel, Karl, ο οποίος φέρεται να είχε σκοτωθεί τον Δεκέμβριο του 1914 κατά τη διάρκεια του Α ΠΠ, το σώμα του ωστόσο ποτέ δεν επιστράφηκε στην οικογένειά του, και μετά τους φόνους η φήμη της επιστροφής του φούντωνε.


Η Viktoria είχε γεννήσει τον μικρό Josef, χρόνια μετά τον χαμό του άνδρα της. Ένα παιδί που φημολογείτο πως ήταν καρπός αιμομιξίας με τον πατέρα της.


Κάποιοι ανέφεραν πως ο σύζυγος της 35χρονης τους σκότωσε για να τους εκδικηθεί, ενώ μια θεωρία ανέφερε πως άλλαξε την ταυτότητά του με εκείνη ενός νεκρού συμπολεμιστή του κατά τη διάρκεια του πολέμου.


Το εάν έζησε μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο ο Karl, δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Ακόμη όμως και αν κατάφερε να επιβιώσει τη φρίκη του πολέμου, δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που να τον ενώνει με τους φόνους στη φάρμα.


Το δεύτερο επικρατέστερο σενάριο ήταν ο δολοφόνος να ήταν ο γείτονας τους, Lorenz Schlittenbauer, με τον οποίο η 35χρονη χήρα, φέρεται να διατηρούσε δεσμό και εκείνος να ήταν ο πατέρας του μικρού Josef.


Ο Schlittenbauer θεωρείτο ύποπτος καθώς ήταν ο πρώτος που εντόπισε τα πτώματα της οικογένειας, ενώ προέβη σε μερικές ύποπτες κινήσεις.


Όταν εκείνος και οι φίλοι του μετέβησαν στον χώρο για να δουν τι απέγινε η οικογένεια, αναγκάστηκαν να σπάσουν την πόρτα του αχυρώνα καθώς όλες οι πόρτες ήταν κλειδωμένες.


Στη συνέχεια όταν εντοπίστηκαν τα πρώτα τέσσερα πτώματα στον αχυρώνα, ο ίδιος μπήκε μόνος του από την είσοδο της οικίας με κλειδιά!


Όταν τον ρώτησαν οι υπόλοιποι γιατί το έκανε αυτό, καθώς υπήρχε το ενδεχόμενο ο δολοφόνος να ήταν ακόμη στο σημείο, εκείνος απάντησε πως πήγε να βρει τον γιο του.


Ακόμη ο Schlittenbauer, φέρεται να μετακίνησε τα πτώματα από τις θέσεις στις οποίες εντοπίστηκαν, αλλοιώνοντας με αυτό τον τρόπο τις έρευνες.


Για πολλά χρόνια ο Schlittenbauer, θεωρείτο ύποπτος καθώς γνώριζε και ανέφερε λεπτομέρειες τις οποίες γνώριζε μόνο ο δολοφόνος.


Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν όταν επισκέφτηκε τον χώρο της φάρμας το 1925 και ερωτήθηκε γιατί βρισκόταν εκεί. Ο Schlittenbauer δεν απάντησε ξεκάθαρα και το μόνο που ανέφερε ήταν πως ο δολοφόνος σταμάτησε την απόπειρα του να θάψει τα πτώματα της οικογένειας, καθώς το έδαφος ήταν παγωμένο και δεν μπορούσε να σκάψει.


Μια λεπτομέρεια την οποία, γνώριζε είτε από πρώτο χέρι, είτε επειδή είχε άριστη γνώση του εδάφους της περιοχής.


Πέραν τούτου, πολλοί ήταν εκείνοι που υποψιάζονταν τον Schlittenbauer ως τον δολοφόνο καθώς υπήρχε η φήμη πως η Viktoria του ζήτησε διατροφή για τον γιο τους, κάτι που δεν του άρεσε με αποτέλεσμα να τους σκοτώσει.


Ο Schlittenbauer απεβίωσε το 1941, ενώ πήρε στα δικαστήρια πολλούς που τον θεωρούσαν ύποπτο για τους φόνους και κέρδισε τις αγωγές εναντίον τους.


Πέραν των δυο αυτών υπόπτων, πολλά ονόματα γράφτηκαν στη λίστα ατόμων που θεωρούνταν ύποπτοι για τους θανάτους των έξι ανθρώπων. Από άτομα που εργάστηκαν κατά καιρούς στη φάρμα, μέχρι περαστικούς στην περιοχή.


Το αγρόκτημα κάηκε και καταστράφηκε το 1923, ένα χρόνο μετά το περιστατικό, ούτως ώστε να μην μείνουν τα υπολείμματα της θηριωδίας που έλαβε χώρα εκεί.


Στον χώρο κτίστηκε ένα μνημείο για τα έξι θύματα της νύχτας της 31ης Μαρτίου με 1ης Απριλίου.


Το 1955 ο φάκελος της υπόθεσης έκλεισε παρά τις καταθέσεις που συνεχίστηκαν έως το 1986, 64 χρόνια μετά τις δολοφονίες, με τους πλείστους υπόπτους να είναι νεκροί.

Παρά τις πολλές συλλήψεις και τις ακόμη πιο πολλές καταθέσεις, ο δολοφόνος ή οι δολοφόνοι δεν εντοπίστηκαν ποτέ.

10 views0 comments

Comments


bottom of page