Δεκαετία του 1980, Αγγλία. Ένα σπίτι στο Σάουθ Γιόρκσαϊρ τυλίγεται στις φλόγες και καταστρέφεται ολοσχερώς.
Όλα έγιναν στάχτες εκτός από ένα αντικείμενο. Ένας πίνακας όπου παρουσιαζόταν ένα αγόρι να κλαίει που δεν είχε ούτε μισή γρατζουνιά απάνω του.
Δειλά-δειλά και άλλες μαρτυρίες ανθρώπων που τα σπίτια τους είχαν καεί έκαναν λόγο για πίνακες με παιδιά να κλαίνε που δεν καταστράφηκαν στις πυρκαγιές.
Ο θρύλος του καταραμένου πίνακα είχε μόλις γεννηθεί.
Ήταν 4 Σεπτεμβρίου 1985 όταν η βρετανική tabloid εφημερίδα «The Sun» δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Η κατάρα του ζωγράφου του Αγοριού που Κλαίει». Το δημοσίευμα αναφερόταν σε ένα πίνακα που προκαλούσε φωτιές σε όσες οικίες είχαν την ατυχία να τον φιλοξενήσουν. Πέραν τούτου, το άρθρο είχε και δηλώσεις κάποιου μέλους του τοπικού πυροσβεστικού σώματος, όπου ισχυριζόταν ότι οι εν λόγω πίνακες παρέμειναν άθικτοι σε όσες πυρκαγιές κλήθηκαν να κατασβήσουν, σε διάφορες περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου. Όπως ανέφερε το δημοσίευμα, επικαλούμενο δηλώσεις του πυροσβέστη, όλες οι πυρκαγιές είχαν ξεκινήσει αναίτια...
Ποια είναι όμως η ιστορία του πίνακα ή καλύτερα των πινάκων και του ζωγράφου που τους έφτιαξε και γιατί βρίσκονταν σε τόση αφθονία στα νοικοκυριά των Βρετανών την δεκαετία του 1980;
Ο πίνακας ήταν ένα παράγωγο της μαζικής εκτύπωσης πινάκων και ήταν εύκολα διαθέσιμοι και δημοφιλείς τη δεκαετία του 1950 και 1970. Έφεραν την υπογραφή ενός Ιταλού ζωγράφου, του Giovanni Bragolin. Ένας καλλιτέχνης που κανείς δεν ήξερε αλλά όλοι σχεδόν είχαν τα έργα του στο σπίτι τους. Κάτι που έριξε περισσότερο λάδι στη φωτιά του θρύλου του καταραμένου πίνακα.
Αργότερα, υπήρχε η φήμη πως το Giovanni Bragolin δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα καλλιτεχνικό όνομα και πως ο ζωγράφος των πινάκων στην πραγματικότητα ονομαζόταν «Franchot Sevilla». Ο εν λόγω καλλιτέχνης, φέρεται να ζωγράφισε εκατοντάδες παιδιά που κλαίνε. Πολλά εκ των οποίων ήταν παιδιά που ζούσαν στους δρόμους, είτε στην Ιταλία ή στην Ισπανία.
Ο μύθος στη συνέχεια ανέφερε πως μέσα στα παιδιά που ζωγράφισε ήταν και ένα αγόρι με το όνομα Don Bonillo. Το αγόρι είχε ξεκινήσει κατά λάθος φωτιά στο πατρικό του, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν οι γονείς του. Έκτοτε όπου και αν πήγαινε ο μικρός Don, ανεξήγητες πυρκαγιές ξεσπούσαν. Έτσι – σύμφωνα πάντα με τον μύθο – απέκτησε το ψευδώνυμο Diablo (Διάβολος). Κάποιοι ισχυρίζονται πως το αγόρι υιοθετήθηκε παρά τη θέληση του και πως ο καλλιτέχνης που τον ζωγράφισε τον κακομεταχειρίστηκε. Αργότερα την δεκαετία του 1970, το αγόρι κάηκε σε μια πυρκαγιά, ύστερα από έκρηξη που προκλήθηκε σε τροχαίο δυστύχημα.
Όπως έγραψε αργότερα η «The Sun», οι πίνακες προκαλούσαν τις φωτιές λόγω της κακομεταχείρισης που υπέστη ο Don στα χέρια του ζωγράφου.
Υπήρχαν και εκείνοι που δεν πίστευαν τα όσα έγραφε ο κίτρινος Τύπος της εποχής και θεωρούσαν ανοησίες όλο τον παροξυσμό που επικρατούσε γύρω από το θέμα του «καταραμένου πίνακα του αγοριού που κλαίει».
Ένας κωμικός και συγγραφέας, ο Steven Punt, θέλησε να διερευνήσει και εκείνος με τη σειρά του τον μύθο. Προσπάθησε να εντοπίσει τις οικίες που είχαν γίνει στάχτες και έτσι βρήκε την Jane McCutchin, η οποία είχε κρεμάσει τον πίνακα στο σαλόνι της στη δεκαετία του 1980. Όπως του ανέφερε η McCutchin, καθάριζε αμέριμνη την κουζίνα της, όταν άξαφνα διαπίστωσε πως κουρτίνες και γρίλιες ξαφνικά είχαν πάρει φωτιά.
Η οικογένεια ευτυχώς γλίτωσε από τον πύρινο εφιάλτη, όμως το σπιτικό τους έγινε κάρβουνο εκτός από τον πίνακα που ήταν κρεμασμένος στο σαλόνι. Ένας πίνακας που είχε ζωγραφισμένο ένα αγόρι που έκλαιγε. Η ίδια ισχυρίστηκε πως μπορούσε να δει κανείς το πρόσωπο του μικρού αγοριού στον πίνακα ενώ ανέφερε πως άκουσε έναν πυροσβέστη να φωνάζει, «Όχι και άλλος», μόλις είδε τον πίνακα.
Κατά την έρευνά του ωστόσο ο Punt ανακάλυψε πως οι περισσότερες φωτιές ξέσπασαν λόγω αναμένων τσιγάρων ή τηγανιών που έμειναν πολλή ώρα στη φωτιά. Επειδή το μεγαλύτερο μέρος του μύθου αναφέρει την ανεξήγητη αντίσταση του πίνακα στην φωτιά, ο Punt αγόρασε έναν.
Μαζί με τον ερευνητή Martin Shipp, ο Punt έβαλε φωτιά στον πίνακα. Πέραν από ένα κορδόνι που κρεμόταν, ο ίδιος ο πίνακας δεν καιγόταν. Το πέτο στο σακάκι που φορούσε το αγόρι κάηκε και μια τρύπα άνοιξε στον πίνακα, αλλά η φωτιά σταμάτησε γρήγορα. Αρχική εικασία ήταν πως στον πίνακα υπήρχε ένα ειδικό βερνίκι που επιβράδυνε τις φωτιές, όμως στη συνέχεια ανακαλύφθηκε πως ο πίνακας εκτυπώθηκε πάνω σε συμπιεσμένες σανίδες, κάτι που τον καθιστούσε δύσκολο στο να καεί.
Αυτά τα στοιχεία ωστόσο δεν ήταν αρκετά το 1985. Η εφημερίδα «Sun» ζήτησε από το κοινό της να της στείλει όλους τους πίνακες για να τους καταστρέψει. Αν και αρκετά γελοίο – με τα σημερινά δεδομένα – τα γραφεία της εφημερίδας κατακλύστηκαν άμεσα από πίνακες.
Η εφημερίδα τότε, σε εκδήλωση κοντά στον ποταμό Τάμεση, μάζεψε όλους τους σάκους με πίνακες που της έστειλαν οι αναγνώστες της και τους έκαψε, «σπάζοντας» με αυτό τον τρόπο την κατάρα. Έκτοτε καμία αναφορά για φωτιά που να οφειλόταν σε πίνακα δεν έγινε.
Πραγματική κατάρα ενός αγοριού που υπέφερε στα χέρια ενός άγνωστου ζωγράφου ή παροξυσμός μιας μάζας υποκινούμενης από μια κίτρινη φυλλάδα της Βρετανίας;
Ένα μόνο είναι σίγουρο τα λυπημένα μάτια των εικονιζόμενων παιδιών, έμειναν στην ιστορία.
Comments