Σε πολλούς το άκουσμα του ονόματός του έφερνε τρόμο και πανικό, σε άλλους ένα αίσθημα περηφάνιας και ασφάλειας.
Έμεινε στην ιστορία για το πόσο αιμοδιψής ήταν και για τις σκληρές μεθόδους εκτέλεσης των εχθρών του.
Ένας άνδρας που ενέπνευσε τον θρύλο του κόμη Δράκουλα.
Ο λόγος για τον Βλαντ Δράκουλα τον Τρίτο.
Ο Βλαντ ο Τρίτος υπολογίζεται να γεννήθηκε μεταξύ του 1428 με 1431 στην Βλαχία και έγινε γνωστός με το όνομα Βλαντ ο Ανασκολοπιστής, λόγω της αγαπημένης του μεθόδου εκτέλεσης των αντιπάλων του.
Ο ανασκολοπισμός ή αλλιώς παλούκωμα, είναι ένας από τους φοβερότερους και αγριότερους τρόπους εκτέλεσης, όπου το θύμα σουβλίζεται σ’ ένα ξύλινο ή μεταλλικό πάσσαλο από το βάρος του, όταν τοποθετείται στην άκρη του.
Μια μέθοδο που ο Βλαντ φέρεται να τελειοποίησε καθώς, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, κατάφερνε να παλουκώσει τους εχθρούς του από κάτω έως απάνω και να αποφύγει το παλούκι να τραυματίσει τα ζωτικά όργανα.
Αποτέλεσμα της μεθόδου του ήταν τα θύματά του να μένουν ζωντανά για ώρες ακόμη και μέρες, και να χάνουν αργά και βασανιστικά τη ζωή τους από αιμορραγία, μολύνσεις, όπως επίσης και από ασιτία.
Το όνομα «Δράκουλας», που σήμερα είναι γνωστό ως το όνομα του βρικόλακα, ήταν για πολλούς αιώνες γνωστό ως το προσωνύμιο του Βλαντ του Γ΄. Διπλωματικές αναφορές και λαϊκές ιστορίες αναφέρονταν σε αυτόν ως Δράκουλα ή Ντρακούλια από τον 15ο αιώνα.
Ο ίδιος ο Βλαντ υπέγραψε δύο επιστολές του ως «Ντραγκούλια» στα τέλη της δεκαετίας του 1470.
Το όνομά του είχε την καταγωγή του στο ρουμανικό προσωνύμιο του πατέρα του, Βλαντ Ντράκουλβλα που σήμαινε «Βλαντ ο Δράκος», και το έλαβε αφότου έγινε μέλος του Τάγματος του Δράκου. Ντράκουλα στα Σλάβικα, σημαίνει «ο γιος του Ντράκουλ ή του Δράκου». Στη σύγχρονη Ρουμανική γλώσσα όμως dracul σημαίνει «διάβολος».
Από μικρή ηλικία o Βλαντ και ο μικρότερος αδελφός του, Ράντου, κρατήθηκαν ως όμηροι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για να εξασφαλιστεί η υποταγή του πατέρα τους, προς αυτή. Εκεί διδάχτηκαν την τέχνη του πολέμου των Οθωμάνων, με τον Βλαντ να επηρεάζεται από την τεχνική βασανισμού τους και εκτέλεσης. Την ίδια ώρα όμως το μίσος του Βλαντ προς τους Οθωμανούς γεννιόταν και μεγάλωνε.
Μετά τη δολοφονία του πατέρα και του μεγαλύτερου αδελφού του, ο Βλαντ επέστρεψε στη χώρα του με Οθωμανική υποστήριξη χωρίς ωστόσο να καταφέρει να την καταλάβει.
Αργότερα γύρω στο 1456 εισέβαλε στη Βλαχία με την υποστήριξη της Ουγγαρίας όπου λεηλάτησε τα χωριά των Σαξόνων, παίρνοντας τους αιχμαλώτους στη Βλαχία, όπου τους εκτέλεσε παλουκώνοντας τους.
Όταν ο Οθωμανός Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄, ζήτησε από τον Βλαντ να τον προσκυνήσει δείχνοντας την υποταγή του, ο Βλαντ απλά εκτέλεσε τους απεσταλμένους του.
Όπως έγραψε ο Αντόνιο Μπονφίνι στο βίβλίο του Historia Pannonica, «Τούρκοι αγγελιοφόροι ήρθαν στο Βλαντ να υποβάλουν τα σέβη τους, αλλά αρνήθηκαν να βγάλουν τα τουρμπάνια τους, σύμφωνα με το αρχαίο έθιμο τους, οπότε εκείνος ενίσχυσε τα έθιμά τους, καρφώνοντας τα τουρμπάνια στα κεφάλια τους με τρεις πρόκες, ώστε να μην μπορούν να τα βγάλουν».
Κατά τη διάρκεια των πολέμων που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, ο Βλαντ και ο στρατός του σφάγιασαν και εκτέλεσαν δεκάδες χιλιάδες Τούρκους και Βούλγαρους.
Άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά βρήκαν φρικτό θάνατο από τα χέρια του Βλαντ είτε λόγω του πολέμου, είτε από τις μαζικές εκτελέσεις, που εκτός από παλουκώματα περιλάμβαναν και κάψιμο στην πυρά.
Διάφορες ιστορίες για την αγριότητα του διαδόθηκαν σε όλα τα μήκη και πλάτη της τότε γνωστής γης.
Όπως αναφέρεται, με την επιστροφή του στη Βλαχία, ξεκίνησε να δημιουργεί μια λίστα από προδότες που υποβοήθησαν στη δολοφονία του πατέρα του.
Ο Βλαντ κάλεσε όλους όσοι το όνομά τους βρίσκονταν στη λίστα του, σε δεξίωση.
Στη δεξίωση ήταν καλεσμένες και οι οικογένειές τους.
Με το που έφτασαν όμως στον χώρο, ο Βλαντ τους συνέλαβε και εκτέλεσε τους μεγαλύτερους καρφώνοντάς τους σε παλούκια, ενώ τα παιδιά τους τα έκανε σκλάβους του για να κτίσουν ξανά το κατεστραμμένο του κάστρο. Όταν το κάστρο ολοκληρώθηκε τα εκτέλεσε και εκείνα με τη σειρά τους.
Ο Βλαντ έτρεφε απύθμενο μίσος προς τους ζητιάνους καθώς τους θεωρούσε τεμπέληδες και, όπως υποστήριζε, ζούσαν από τα χρήματα των εργατικών υπηκόων του.
Σύμφωνα με τον θρύλο, κάλεσε όλους τους επαίτες της χώρας σε γιορτή μέσα σε ένα μεγάλο ξύλινο σπίτι. Όταν γέμισαν τα στομάχια τους από το φαγητό, διέταξε τους στρατιώτες του να κλείσουν όλες τις πόρτες και να βάλουν φωτιά στο κτήριο, καίγοντας τους όλους ζωντανούς.
Ακόμη, ο Βλαντ φέρεται να παλούκωσε δύο μοναχούς για να τους βοηθήσει – όπως ανέφερε – να πάνε στον παράδεισο. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής τους, παλούκωσε και τον γάιδαρό τους γιατί γκάριζε μετά τον θάνατό τους.
Οι επαίτες δεν ήταν οι μόνοι στη λίστα μίσους του Βλαντ. Ο ίδιος είχε μια αυστηρή αντίληψη για την αγνότητα των γυναικών, οι οποίες – σύμφωνα με εκείνο – δεν έπρεπε να χάνουν την παρθενιά τους πριν τον γάμο, ή να απατούν τους συζύγους τους. Εάν μια γυναίκα απατούσε τον άντρα της ή είχε ερωτικές σχέσεις χωρίς να είναι παντρεμένη, τότε την ανασκολόπιζαν, με το σημείο εισδοχής του παλουκιού να ήταν το αιδοίο της, ενώ έκοβαν τα στήθη της και τα έδιναν στον εραστή της να τα φάει.
Οι θηριωδίες του Βλαντ και οι ιστορίες του – που παραφουσκώθηκαν καθώς μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα – γέννησαν σιγά σιγά τον θρύλο του κόμη Δράκουλα.
Ο Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ, που δημοσιεύθηκε το 1897, ήταν το πρώτο βιβλίο που συνέδεε τον Δράκουλα με τους βρικόλακες.
Ο Στόκερ επικεντρώθηκε στα αιμοβόρα βαμπίρ βάσει των Τρανσυλβανικων δεισιδαιμονιών και ακούγοντας τις ιστορίες για τη θηριωδία του Βλαντ, ο Στόκερ έγραψε στο βιβλίο του πως ο Δράκουλας καταγόταν από βρικόλακες.
Το όνομά του ενέπνεε φόβο στις καρδιές των εχθρών του, οι οποίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις αγριότητες και την βάναυση συμπεριφορά του Βλαντ.
Στη χώρα του ωστόσο ο Βλαντ θεωρείται ήρωας με τον τρόπο που αντιμετώπισε τους Οθωμανούς και τους εχθρούς του κράτους του.
Στους υπόλοιπους ο Βλαντ ο Γ’ θα μείνει για πάντα χαραγμένος στις μνήμες μας ως τον αιμοδιψή κόμη που γνωρίσαμε μέσα από τα βιβλία και τις ταινίες.
Comments