Η οικογένεια είναι το παν για πολλούς. Είτε αυτό σημαίνει να κάνουν τα πάντα για τα παιδιά τους, είτε για τον ή την σύζυγό τους. Η οικογένεια είναι ο πιο σημαντικός συνδετικός κρίκος των κοινωνιών των ανθρώπων δια μέσω των αιώνων. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου γίνονται θηριωδίες εις βάρος μελών της οικογένειας, μόνο και μόνο για να μην στιγματιστεί το όνομα της. Μια τέτοια θηριωδία είναι και η Blanche Monnier, που έμεινε στην ιστορία για τον απάνθρωπο τρόπο που της φέρθηκε η μητέρα της.
Η Blanche Monnier γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1849. Γόνος μιας ευυπόληπτης και πλούσιας οικογένειας της πόλης του Πουατιέ της Γαλλίας η νεαρή Blanche θεωρείτο μια από τις πιο όμορφες γυναίκες της πόλης της.
Η ομορφιά της αλλά και η θέση της στην κοινωνία, την καθιστούσαν μια περιζήτητη νύφη, με τις προτάσεις γάμου, να διαδέχονται η μια την άλλη.
Η νεαρή όμως Blanche είχε δώσει ήδη την καρδιά της.
Ο καλός της ήταν ένας δικηγόρος, αρκετά χρόνια μεγαλύτερός της και χωρίς πολλές οικονομίες στην άκρη.
Ένα άτομο που δεν ενέκρινε ποτέ η μητέρα της καθώς δεν ήταν του επιπέδου της οικογενείας τους και έγινε αντικείμενο τσακωμών μεταξύ της χήρας Monnier και της κόρης της.
Οι τσακωμοί συνεχίζονταν και εντείνονταν, καθώς η Blanche δεν έλεγε να αλλάξει μυαλά, μέχρι που μια μέρα σταμάτησαν με τη Blanche να χάνεται από προσώπου γης το 1876.
Κανένας στην πόλη του Πουατιέ ή της Γαλλίας δεν την ξαναείδε.
Η μητέρα της μαζί με τον αδελφό της θρηνούσαν τον χαμό της και μετά από λίγο καιρό συνέχισαν τις ζωές τους σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτα.
Και αυτό συνεχίστηκε για 25 ολόκληρα χρόνια, μέχρι μια μέρα που όλα άλλαξαν.
Στο γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα στο Παρίσι, στάλθηκε μια μυστηριώδης επιστολή στις 23 Μαΐου 1901.
Ένα ανώνυμο γράμμα που έγραφε «κύριε Γενικέ Εισαγγελέα: Έχω την τιμή να σας ενημερώσω για ένα εξαιρετικά σοβαρό περιστατικό. Αναφέρομαι σε μια γεροντοκόρη που είναι κλειδωμένη στο σπίτι της Κυρίας Μονιέρ, μισό πεινασμένη και ζει μέσα στα σκουπίδια τα τελευταία 25 χρόνια – με μία λέξη, στα ίδια της τα περιττώματα.»
Αρχικά το γράμμα αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και έκπληξη. Πώς θα μπορούσε άλλωστε μια εύπορη οικογένεια της Γαλλίας με τόσο καλό όνομα να κάνει μια τέτοια θηριωδία;
Η πληροφόρηση ωστόσο, έπρεπε να ερευνηθεί και έτσι στην οικία των Monnier πήγαν μέλη της αστυνομικής δύναμης της Γαλλίας. Παρά τους πολλούς κτύπους στην πόρτα και τις εκκλήσεις των αστυνομικών να ανοίξουν, η πόρτα παρέμεινε κλειστή.
Οι αστυνομικοί αναγκάστηκαν να τη σπάσουν για να καταφέρουν είσοδο στην οικία.
Όλα μέσα στο σπίτι ήταν εντάξει, η χήρα Monnier, καθόταν ατάραχη στο σαλόνι της οικίας, ενώ σε άλλο δωμάτιο της οικίας ο γιος της εξίσου ατάραχος παρακολουθούσε τους αστυνομικούς.
Αυτό τελείωσε όταν εντόπισαν μια κλειστή πόρτα – που οδηγούσε στη σοφίτα – και ήταν καλυμμένη πίσω από μακριές και βαριές κουρτίνες.
Όταν έσπασαν την κλειδαριά και άνοιξαν την πόρτα, μια έντονη δυσοσμία γέμισε τον χώρο και τις μύτες τους.
Η πόρτα οδηγούσε σε ένα κατασκότεινο δωμάτιο χωρίς ίχνος φωτός μέσα του για να μπορεί κανείς να δει τι υπάρχει μέσα του.
Με λίγη βοήθεια, μέσα στο δωμάτιο φάνηκε στην γωνία του ένα κρεβάτι φτιαγμένο από καλάμια και πάνω του μια σκελετωμένη γυναίκα.
Γύρω τις υπήρχαν σάπια υπολείμματα φαγητού και περιττώματα, τόσο τα δικά της όσο και από τα ποντίκια και τους αρουραίους που της έκαναν παρέα.
Μαζί με αυτή την απόκοσμη ανακάλυψη, έγινε γνωστή και η μοίρα της Blanche Monnier, η οποία για 25 ολόκληρα χρόνια ήταν κλεισμένα μέσα στη σοφίτα της οικίας της.
Η 52χρονη πλέον Blanche ζύγιζε μόλις 23 κιλά.
Για 25 χρόνια η Blanche δεν είχε δει το φως του ήλιου καθώς η μητέρα της φρόντισε να κλείσει όλες τις τρύπες του δωματίου της ενώ της έδινε αποφάγια από την χαραγματιά της πόρτας.
Μέλος της αστυνομικής δύναμης και μάρτυρας του περιστατικού, φέρεται να δήλωσε στον Τύπο της εποχής πως η άτυχη Blanche εντοπίστηκε ξαπλωμένη και εντελώς γυμνή πάνω σε ένα σάπιο κρεβάτι. Γύρω της είχε σχηματιστεί ένα είδος κρούστας αποτελούμενο από αφοδεύματα, κομμάτια κρέατος, λαχανικών, ψαριών και σάπιου ψωμιού.
Κατσαρίδες και τρωκτικά έτρεχαν πάνω στο κρεβάτι της Blanche Monnier. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο αποπνικτική που ήταν αδύνατο για τους αστυνομικούς να συνεχίσουν την έρευνά τους.
Η Madame Louise Monnier, μητέρα της Blanche, συνελήφθη αμέσως από τις Αρχές.
Ομολόγησε τα πάντα που αφορούσαν την μεταχείριση της κόρης της τα τελευταία 25 χρόνια και μετά από 15 μέρες, απεβίωσε λόγω καρδιακών προβλημάτων.
Όπως ανέφερε στους ανακριτές θα την κλείδωνε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, μέχρι να αλλάξει μυαλά για τον «δικηγορίσκο» που ήθελε να παντρευτεί. Όμως η καρδιά της Blanche έμεινε πιστή στον αγαπημένο της και έτσι την άφησε εκεί κλειδωμένη μέχρι να συνετιστεί.
Αξιοσημείωτο είναι πάντως το γεγονός πως ο εγκλεισμός της Blanche συνεχίστηκε ακόμη και μετά τον θάνατο του αγαπημένου της το 1885.
Ο αδελφός της Blanche, Marcel καταδικάστηκε σε 15 μήνες στη φυλακή γιατί βοήθησε τη μητέρα του στο φρικτό της έργο.
Αργότερα όμως αφέθηκε ελεύθερος, προς έκπληξη όλων, καθώς ισχυρίστηκε πως η Blanche μπορούσε να φύγει όποτε ήθελε, χωρίς ωστόσο να το πράξει.
Ακόμη ισχυρίστηκε πως η αδελφή του ήταν τρελή και πως δεν ήταν κλειδωμένη, αλλά η ίδια επέλεξε να μείνει κλεισμένη μέσα στο δωμάτιο.
Μαρτυρίες ωστόσο ανέφεραν πως ακούγονταν κραυγές μιας γυναίκας από τα πάνω δώματα της οικίας τους.
Ένας μάρτυρας είπε στο δικαστήριο πως άκουσε μια γυναίκα να φωνάζει «τι έχω κάνει για να είμαι κλεισμένη; Δεν μου αξίζει αυτό το φρικτό βασανιστήριο. Ο Θεός δεν πρέπει να υπάρχει, για να αφήνει τα πλάσματα του να υποφέρουν έτσι και κανείς να μην έρχεται να με σώσει».
Η Blanche, μπήκε σε ψυχιατρικό ίδρυμα λόγω των ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Η όρασή της, λόγω του διαρκούς σκότους, υπέστη ανεπανόρθωτες ζημιές.
Η άτυχη γυναίκα έφυγε από τη ζωή στις 13 Οκτωβρίου 1913 σε ηλικία 64 χρόνων, μέσα στο ψυχιατρείο.
Όσο για τον αποστολέα του γράμματος που έσωσε την Blanche, δεν έμαθε κανείς ποιος ήταν.
Comments