Το ένστικτο της επιβίωσης είναι η πιο δυνατή κινητήριος δύναμη στον άνθρωπο.
Μια δύναμη που τον καθιστά δυνατό να κάνει τα πάντα, για να παραμείνει ζωντανός.
Ακόμη και να φάει τον ίδιο του τον φίλο.
Ήταν Οκτώβριος του 1972 όταν η ομάδα ράγκμπι «Old Christians» από την Ουρουγουάη, είχε αγώνα με την Αγγλική ομάδα των «Old Boys» στο Σαντιάγο της Χιλής.
Ο Πρόεδρος της ομάδας Daniel Juan, ναύλωσε αεροπλάνο όπου θα μετέφερε τους νεαρούς παίκτες στη Χιλή, πετώντας τους πάνω από τις Άνδεις.
Μέσα στο ελικοφόρο αεροσκάφος, βρίσκονταν 45 άνθρωποι. Πέντε μέλη του πληρώματος και 40 επιβάτες, η ομάδα ράγκμπι «Old Christians» μαζί με φίλους και συγγενείς τους.
Καπετάνιος της πτήσης, ήταν ο Julio César Ferradas, ενώ συγκυβερνήτης του ήταν ο Dante Héctor Lagurara.
Το αεροπλάνο απογειώθηκε από το Αεροδρόμιο του Carrasco στις 12 Οκτωβρίου 1972, όμως μια καταιγίδα δεν τους επέτρεψε να συνεχίσουν το ταξίδι τους και έτσι προέβησαν σε αναγκαστική προσγείωση και διανυκτέρευση στη Μεντόζα της δυτικής Αργεντινής.
Ο καιρός το πρωινό της επόμενης μέρας δεν βελτιώθηκε και πολύ, όμως αναμένονταν καλύτερες καιρικές συνθήκες κατά το απόγευμα της ίδιας μέρας. Έτσι, το αεροπλάνο και οι 45 επιβαίνοντες του ξεκίνησαν στις 14:18 το απόγευμα της Παρασκευής 13 Οκτωβρίου 1972 για το ταξίδι τους.
Ένα ταξίδι που δεν θα έφτανε ποτέ στον προορισμό του.
Το ελικοφόρο αεροσκάφος το οποίο ναύλωσε η ομάδα, ήταν ένα Fairchild FH-227D. Ένα μοντέλο που δεν άντεχε την πίεση και τα μεγάλα υψόμετρα, ενώ ήταν και ένας τύπος αεροσκάφους με αρκετές συντριβές και θύματα στο βιογραφικό του.
Λόγω του μοντέλου του αεροπλάνου η πτήση δεν θα περνούσε ποτέ από τις Άνδεις καθώς δεν θα άντεχε να ανεβεί αρκετά ψηλά, με την πορεία να χαράσσεται γύρω από τα απόκρημνα βουνά και δια μέσω ενός περάσματος.
Καθώς όμως ο πιλότος βρισκόταν στη μέση του περάσματος, ζήτησε από τον πύργο ελέγχου άδεια να κατευθυνθεί βόρεια και να ξεκινήσει την κάθοδό του, καθώς είχε την εντύπωση πως πέρασε τα βουνά και πως πλησίασε στο αεροδρόμιο, χωρίς να υπολογίσει σωστά τη θέση του λόγω και της κακοκαιρίας.
Ούτε όμως το κέντρο ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας της Χιλής υπολόγισε ορθά τη θέση τους, με αποτέλεσμα να του δώσει την άδεια.
Το ελικοφόρο με τους 45 επιβαίνοντες, πετούσε σε υψόμετρο 5,500 μέτρων και κατέβηκε στις 3,500 μέτρα μετά την άδεια του πύργου ελέγχου, όμως εξακολουθούσε να πετάει περικυκλωμένο από πυκνά άσπρα σύννεφα.
Καθώς μείωναν την απόστασή τους από το έδαφος, έπεσαν σε κενό αέρος με αποτέλεσμα αρχικά μερικές αναταράξεις για τις οποίες οι επιβάτες γελούσαν και χαιρόντουσαν.
Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη τους όταν το αεροσκάφος έπεσε ξαφνικά από ύψος αρκετών εκατοντάδων μέτρων και φανερώθηκε το τρομερό λάθος του πιλότου.
Η πτήση όχι μόνο βρισκόταν πάνω από τις Άνδεις, αλλά πετούσε σε απόσταση μόλις μερικών μέτρων από τις βουνοκορφές των Άνδεων.
Ο πιλότος προσπάθησε να σηκώσει τη μύτη του αεροσκάφους για να ξεφύγει από το πέτρινο τείχος που σηκωνόταν μπροστά τους.
Το αεροσκάφος κτύπησε το βουνό δυο με τρεις φορές, καθώς ο πιλότος εξακολουθούσε να παλεύει να σηκώσει τη μύτη για να γλιτώσουν το αναπόφευκτο.
Ήταν 15:34 όταν το κάτω μέρος της ουράς ξεκόλλησε, ενώ η επόμενη σύγκρουση έσπασε το φτερό, μοιράζοντάς το αεροπλάνο στη μέση, παίρνοντας μαζί του τον χώρο αποσκευών και δυο σειρές καθισμάτων.
Τρεις επιβάτες και δυο μέλη του πληρώματος χάθηκαν μαζί με την ουρά.
Ο εφιάλτης όμως για τους υπόλοιπους δεν τελειώνει εδώ.
Το μπροστινό μέρος του αεροπλάνου εξακολουθεί να βρίσκεται στον αέρα πριν να πέσει στο χιόνι και να συρθεί με ταχύτητα 350 χιλιομέτρων ανά ώρα στη βουνοπλαγιά, για περίπου 725 μέτρα, πριν να συγκρουστεί σε μια σωρό από χιόνι, συνθλίβοντας το πιλοτήριο, σκοτώνοντας ακαριαία τον πιλότο και τραυματίζοντας σοβαρά τον συγκυβερνήτη.
Από τη συντριβή του αεροσκάφους επιβίωσαν 33 εκ των 45 επιβατών. Πέντε άτομα έχασαν τη ζωή τους ακαριαία ενώ επτά αγνοούνταν.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή ξεκίνησε ο αγώνας των επιζώντων για να κρατηθούν στη ζωή καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν στο σημείο της συντριβής, ήταν πρωτόγνωρες και ακραίες γι’ αυτούς.
Άνθρωποι που μεγάλωσαν στο ηλιόλουστο Μοντεβιδέο της Αργεντινής και δεν είχαν δει χιόνι ποτέ στη ζωή τους, τώρα έπρεπε να προστατεύουν από το πολικό ψύχος.
Φόρεσαν ό,τι ρούχα βρήκαν μπροστά τους για να προστατευτούν από το κρύο και ξεκίνησαν άμεσα τις διαδικασίες μεταφοράς των νεκρών εκτός των συντριμμιών του αεροπλάνου, από το οποίο έμεινε μόνο η μισή καμπίνα.
Καμπίνα η οποία έμελλε να είναι το μοναδικό καταφύγιό τους μέσα στην λευκή κόλαση που βρίσκονταν καθώς γύρω τους απλώνονταν εκατοντάδες χιλιόμετρα χιονιού και απόκρημνων βουνών.
Όσοι κατάφεραν να μείνουν ζωντανοί, έβγαλαν από το εσωτερικό του κουφαριού του αεροπλάνου τα καθίσματα για να το χρησιμοποιήσουν ως καταφύγιο, όπου και στριμώχτηκαν σε ένα χώρο 2,5 μέτρων επί 3 μέτρων.
Για να κρατήσουν το κρύο έξω από την καμπίνα, τοποθέτησαν τα καθίσματα όπως και βαλίτσες στην τεράστια τρύπα που άφησε η σύγκρουση, δημιουργώντας ένα αυτοσχέδιο τοίχο, ενώ χρησιμοποίησαν τα καλύμματα τους για να κρατηθούν ζεστοί.
Το πρώτο βράδυ, ακόμη πέντε άτομα έχασαν τη ζωή τους καθώς υπέκυψαν στα βαριά τραύματα που υπέστησαν κατά τη διάρκεια της συντριβής, ενώ την ένατη μέρα ακόμη μια γυναίκα απεβίωσε από τα τραύματά της.
Για να μην πεθάνουν οι υπόλοιποι από τη δίψα, ξήλωσαν μεταλλικά κομμάτια από το κάτω μέρος των καθισμάτων και τοποθετούσαν χιόνι πάνω, το οποίο με τον ήλιο έλιωνε και έσταζε μέσα σε άδεια μπουκάλια κρασιού.
Ακόμη, για να μην τυφλωθούν από το χιόνι, έφτιαξαν αυτοσχέδια γυαλιά ηλίου.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα των επιζώντων όμως, ήταν η έλλειψη φαρμάκων αλλά κυρίως, η μειωμένη ποσότητα φαγητού.
Η μοναδική τροφή που είχαν ήταν οκτώ σοκολάτες, μια κονσέρβα με μύδια, τρία μικρά μπουκάλια μαρμελάδας, μια κονσέρβα αμύγδαλα, μερικοί χουρμάδες, ζαχαρωτά, αποξηραμένα δαμάσκηνα και μερικές μπουκάλες κρασιού.
Φαγητά στα οποία έκαναν εξαιρετική οικονομία καθώς τριγύρω δεν υπήρχε ίχνος βλάστησης ή ζώων για να κυνηγήσουν.
Τα αποθέματα τους όμως εξαντλήθηκαν γρήγορα. Μέσα σε μια εβδομάδα, δεν έμεινε ίχνος τροφής και οι επιζώντες έτρωγαν κομμάτια από το αεροσκάφος.
Το βαμβάκι και το δέρμα από τα καθίσματα, μπήκαν στο μενού τους.
Μέσα στα συντρίμμια οι επιζώντες βρήκαν ένα μικρό ραδιόφωνο, όπου άκουγαν για τις έρευνες που γίνονταν για εντοπισμό τους μέσα στα βουνά των Άνδεων.
Ήταν στις 22 Οκτωβρίου όταν ο εκφωνητής είπε αυτό που δεν ήθελαν να ακούσουν ποτέ.
Οι επιβάτες της πτήσης 571 των Ουρουγουανών αερογραμμών θεωρούνται νεκροί και πως οι έρευνες για εντοπισμό των συντριμμιών δεν καρποφόρησαν και έτσι τερματίζονται.
Δέκα μέρες μετά το δυστύχημα, αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο να μην τους βρει ποτέ κανείς, αντιμέτωποι με το κρύο και την πείνα, οι επιζώντες βρήκαν καταφύγιο στον κανιβαλισμό για να κρατηθούν στη ζωή.
Η ομάδα αποφάσισε συλλογικά να καταναλώνει τη σάρκα των νεκρών που κείτονταν δίπλα τους μέσα στο χιόνι.
Μια απόφαση που δεν ήταν εύκολη καθώς οι νεκροί ήταν οι φίλοι, οι συμμαθητές και οι στενοί συγγενείς τους.
Την αρχή έκανε ο φοιτητής ιατρικής Roberto Canessa, ο οποίος χρησιμοποιώντας σπασμένο γυαλί έκοψε ένα κομμάτι σάρκα, το έβαλε στο στόμα του και το κατάπιε, γεμάτος αηδία.
Και άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά του δισταχτικά, όμως υπήρχαν και εκείνοι οι οποίοι αρνούνταν να προβούν σε αυτή την αποτρόπαια – όπως την θεωρούσαν – πράξη.
Όταν όμως η πείνα έφτασε στο απροχώρητο και η μόνη τους επιλογή ήταν να φάνε τις σάρκες των νεκρών τους φίλων και οι τελευταίοι επιζώντες έριξαν τις άμυνές τους και γεύτηκαν ανθρώπινο κρέας.
Ένα γεύμα που, από την αηδία που προκαλούσε στην αρχή, στη συνέχεια έφερνε ευφορία, όταν οι επιζώντες ξεκίνησαν σιγά σιγά να αποκαθιστούν τις δυνάμεις τους και να συνηθίζουν στη γεύση και υφή του ανθρώπινου κρέατος.
Για να δικαιολογήσουν την πράξη τους, παρομοίωσαν την κατανάλωση του ανθρώπινου κρέατος με την Θεία Κοινωνία, όπου έτρωγαν το σώμα και έπιναν το αίμα του Ιησού Χριστού.
Το κρέας όμως δεν καταναλωνόταν ωμό καθώς περιείχε κινδύνους μόλυνσης, έτσι το έκοβαν σε λωρίδες και το αποξέραναν στον ήλιο.
Αρχικά, κατανάλωναν μόνο το δέρμα, τους μύες και το λίπος, όταν όμως η σάρκα εξαφανίστηκε, τότε οι καρδιές, οι πνεύμονες ακόμη και οι εγκέφαλοι των νεκρών, μπήκαν στο μενού.
Οι επιζώντες όμως δεν περιορίστηκαν μόνο στην περιοχή γύρω από το κουφάρι του αεροπλάνου.
Συχνά – πυκνά εξερευνούσαν τη γύρω περιοχή με τα αυτοσχέδια πέδιλα χιονιού που έφτιαξαν με κομμάτια από το αεροσκάφος. Κάπως έτσι εντόπισαν την ουρά του ελικοφόρου και νεκρούς τους πέντε από τους επτά αγνοούμενους, κάτι που ανέβασε τον αριθμό των νεκρών στους 16.
Οι νεκροί όμως έμελλε να αυξηθούν καθώς το βράδυ της Κυριακής 29 Οκτωβρίου, μια χιονοστιβάδα έθαψε το κουφάρι του αεροπλάνου και ενώ οι επιζώντες κοιμούνταν μέσα του, σκοτώνοντας ακόμη οκτώ άτομα, ενώ ακόμη τρία άτομα έχασαν τη ζωή τους λίγες μέρες αργότερα. Οι δύο από γάγγραινα λόγω των μολυσμένων τους πληγών και ο τρίτος από ασιτία επειδή δεν ήθελε να καταναλώνει πλέον ανθρώπινο κρέας, φτάνοντας να ζυγίζει μόλις 25 κιλά.
Δυο μήνες μετά τη συντριβή του αεροσκάφους, οι προμήθειες και οι ελπίδες τους για σωτηρία εξαφανίζονταν με γοργούς ρυθμούς.
Έτσι στις 12 Δεκεμβρίου 1972, 61 μέρες μετά το δυστύχημα ο Nando Parrado, ο Roberto Canessa και ο Antonio Vizintín άρπαξαν μερικές προμήθειες, έφτιαξαν ένα τεράστιο υπνόσακο και για τους τρεις τους και ξεκίνησαν να ανεβαίνουν το βουνό για να βρουν βοήθεια.
Στον δρόμο τους προς το βουνό, εντόπισαν τα πτώματα των δυο εναπομεινάντων αγνοούμενων που τα πέταξε η πρόσκρουση πάνω στην πλαγιά, αρκετά μέτρα μακριά από το σημείο που σταμάτησε το αεροσκάφος.
Οι τρεις τους ανέβαιναν την πλαγιά με την ελπίδα όταν φτάσουν στην κορυφή της, να δουν τα καταπράσινα λιβάδια της Χιλής να απλώνονται μπροστά τους.
Όταν έφτασαν όμως εκεί – μετά από τρεις ολόκληρες μέρες περπατήματος - ένα αποκαρδιωτικό θέαμα τους περίμενε. Αντί για καταπράσινα λιβάδια, χιόνι και απόκρημνα πανύψηλα βουνά απλώνονταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι τους.
Έτσι ο Parrado και ο Canessa έστειλαν τον Vizintín πίσω στο καταφύγιο με ένα μήνυμα προς τους υπόλοιπους, πως οι δυο τους θα προχωρούσαν μέχρι τέλους. Είτε που θα έβρισκαν βοήθεια, είτε που θα πέθαιναν προσπαθώντας.
Οκτώ μέρες πέρασαν από τη μέρα που έφυγαν από το καταφύγιο, διανύοντας μια απόσταση 40 περίπου χιλιομέτρων μέσα στα χιόνια, εντόπισαν ένα βοσκό πάνω στο άλογό του στην αντίπερα όχθη ποταμού. Προσπάθησαν να επικοινωνήσουν, όμως ο θόρυβος από τα νερά του ποταμού το καθιστούσε αδύνατο. Τότε ο βοσκός έδεσε ένα κομμάτι χαρτί και ένα μολύβι σε μια πέτρα και τους την έριξε. Ο Parrado έγραψε πάνω της «Έρχομαι από ένα αεροπλάνο που έπεσε στα βουνά. Είμαι Ουρουγουανός. Περπατάμε εδώ και δέκα μέρες. Ο φίλος μου είναι τραυματισμένος. Στο αεροπλάνο υπάρχουν ακόμη 14 τραυματίες. Πρέπει να φύγουμε γρήγορα από εδώ και δεν ξέρουμε πως. Δε έχουμε καθόλου φαγητό. Είμαστε αδύναμοι. Πότε θα έρθεις να μας πάρεις; Σε παρακαλώ, δεν μπορούμε καν να περπατήσουμε. Πού είμαστε;»
Ο βοσκός διάβασε το γράμμα που του έριξε ο Parrado. Κοίταξε τον Parrado, κοίταξε το γράμμα, έριξε στον Parrado ένα κομμάτι τυρί τους φώναξε «αύριο».
Την επόμενη μέρα το χάραμα έφυγε γρήγορα με το άλογό του φέρνοντας βοήθεια.
Όταν τα νέα «έσκασαν» πως η πτήση 571 έχει ακόμη επιζώντες η περιοχή πλημμύρισε δημοσιογράφους.
Στις 22 και 23 Δεκεμβρίου όλοι οι επιζώντες διασώθηκαν με ελικόπτερα που έφτασαν στο σημείο.
Όταν οι επιζώντες ερωτήθηκαν τι έτρωγαν τόσο καιρό, απέφυγαν να απαντήσουν, ενώ στη συνέχεια είπαν πως έτρωγαν ένα είδος τυριού.
Η αλήθεια όμως δεν άργησε να φανερωθεί. Στις 26 Δεκεμβρίου στον Τύπο δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες από σκελετωμένα πτώματα – κάτι που δεν δικαιολογείτο καθώς το χιόνι διατηρεί τις σορούς ανέπαφες – αλλά και φωτογραφίες από ένα μισοφαγωμένο πόδι.
Οι επιζώντες αναγκάστηκαν να προβούν σε συνέντευξη Τύπου όπου μίλησαν για τις 72 μαρτυρικές μέρες που πέρασαν στο βουνό και παραδέχθηκαν την πράξη τους και ζητώντας την κατανόηση από τις οικογένειες των νεκρών. Κάτι που έγινε.
Οι πλείστοι νεκροί βρίσκονται σήμερα θαμμένοι σε ομαδικό τάφο κοντά στο σημείο της συντριβής του αεροσκάφους, ενώ στον χώρο κτίστηκε μνημείο για τους πεθαμένους της πτήσης 571.
Τα συντρίμμια του αεροπλάνου συγκεντρώθηκαν και κάηκαν. Οι επιζώντες συνεργάστηκαν μεταξύ τους και έγραψαν δυο βιβλία για το συμβάν, ενώ γυρίστηκε και ταινία για το τί τους συνέβη.
Οι πράξεις των 16 επιζώντων σε πολλούς φαντάζουν μακάβριες, παρατραβηγμένες και αηδιαστικές.
Σε άλλους όμως απόλυτα δικαιολογημένες και σεβαστές.
Η ιστορία των επιζώντων της πτήσης 571 των Ουρουγουανών αερογραμμών είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα, μέχρι που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος όταν το αίσθημα της επιβίωσης ξυπνήσει.
Comments